κραδιαῖος

κραδιαῖος
κρᾰδιαῖος, α, ον,
A of or belonging to the heart: metaph.,

κόσμου κ. κύκλον Procl.H.1.6

.
II made of fig-shoots,

λίκνον Orph.Fr.199

(codd. Procl.); sed leg. το<ν> κ. Διόνυσον.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κραδιαίος — (I) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κραδία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καρδιά («κραδιαῑόν τι λόχευμα», Συνέσ.). (II) κραδιαῑος, αία, ον (Α) [κράδη] κατασκευασμένος από ξύλο συκιάς …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”